- σκληρότηρ
- σκληρότηρ, Eretrian for σκληρότης acc. to Pl.Cra.434c: but final -ς is preserved in Eretrian inscrr., only medial -ς- becoming -ρ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκληροτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότηρ — ἡ, Α (στους Ερετριείς) βλ. σκληρότητα … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek